Κιλικίων

Κιλικίων
Κίλιξ
a Cilician
fem gen pl
Κίλιξ
a Cilician
masc/neut gen pl
Κιλίκιον
coarse cloth
neut gen pl
Κιλίκιος
a Cilician
fem gen pl
Κιλίκιος
a Cilician
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κιλικιῶν — Κιλικίζω play the Cilician fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιλίκιος — κιλίκιος, ία, ον (ΑΜ, Α και ος, ον) [Κίλιξ] το ουδ. ως ουσ. τὸ κιλίκιον χοντρό ύφασμα από τρίχες γίδας τής Κιλικίας, το οποίο χρησίμευε κυρίως για την κατασκευή ιστίων αλλά και ως προστατευτικό κάλυμμα στα πλοία μσν. το ουδ. ως ουσ. α) τρίχινο… …   Dictionary of Greek

  • ανατολικές γλώσσες — Οι γλώσσες των ασιατικών λαών. Χωρίζονται στις παρακάτω γλωσσικές ομοεθνίες: 1. Η ιαπετική ή ινδοευρωπαϊκή ή ινδογερμανική, στην οποία ανήκουν: α) η φρυγική και η αρχαία θρακική (νεκρές)· β) η αρμενική (αρχαία και νέα)· γ) η άρια ομάδα (ιρανική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”